- λιγοθυμιά
- και λιγοθυμία, η (Μ λιγοθυμία)η λιποθυμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγοθυμῶ. Για τη σχέση του με το λιποθυμία βλ. λιγοθυμώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγοθυμιά — η η λιποθυμία: Μόλις έμαθε τα δυσάρεστα νέα, της ήρθε λιγοθυμιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκερός — ή, ό (AM γλυκερός, ά, όν) 1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση 2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς 3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ. β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης) 4. ο ποθητός (α … Dictionary of Greek
λιποθυμία — και λιποθυμιά και λιγοθυμιά, η (AM λιποθυμία) [λιποθυμώ] απότομη και παροδική αδιαθεσία που συνοδεύεται από ωχρότητα, εφίδρωση, βόμβο τών αφτιών, διαταραχές τής όρασης και, συχνά, απώλεια συνειδήσεως μικρής διάρκειας και η οποία οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
μπαΐλντισμα — το [μπαϊλντίζω] 1. εξάντληση, αποκάμωμα 2. ζάλη, λιγοθυμιά … Dictionary of Greek
ξελιγοθυμώ — 1. συνεφέρω κάποιον από λιποθυμία 2. μού περνάει η λιγοθυμιά, συνέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + λιγοθυμώ] … Dictionary of Greek
λιγούρα — η 1. αναγούλα, ναυτία ή τάση για λιγοθυμιά ή εμετό που συνήθως οφείλεται σε πείνα: Δεν έφαγα τίποτα το πρωί και μου ήρθε λιγούρα. 2. μτφ., ζωηρός πόθος, λαχτάρα: Μόλις βλέπει γυναίκα τον πιάνει λιγούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιποθυμία — λιποθυμία, η και λιποθυμιά, η ξαφνική και παροδική απώλεια της συνείδησης και της κινητικότητας, που οφείλεται σε αναιμία του εγκεφάλου, λιγοθυμιά, λιγοθύμισμα: Της ήρθε λιποθυμία λόγω της εγκυμοσύνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)